έκτορ ερμος

Τόσο νερό,
στεγνό από μένα.
Άκου ουρανέ∙

βροχές (απόσπασμα)

σημείωμα

Ο «Έκτωρ Eρμος» μπορεί να γεννήθηκε τον Μάιο του ‘68 αλλά οι γονείς του είναι αστοί. Δεν έχει κανένα πτ ! χίο, μόνο ένα δίπλωμα οδήγησης που προσπαθεί να το αναβαθμίσει. Όλα τ’ άλλα τα ‘χει ξεδίπλωτα

το τώρα

Συμμετοχή στην ποιητική ανθολογία “Αφετηρίες” από το εργαστήρι ποίησης του Μικρού Πολυτεχνείου με την επιμέλεια της Χριστίνας Οικονομίδου των Εκδόσεων “Χαραμάδα”. Εκτός αυτών του Έκτορα Ερμου συμπεριλαμβάνονται ποιήματα των:

Παναγιώτη Αντωνάτου, Δανάης Γαβρή, Ελένης Διαμαντοπούλου, Διονύση Σ. Κακολύρη, Αντιγόνης Κολοβέντζου, Θάλειας Λογοθέτη, Στέλιου Ε. Λύκου, Κωνσταντίνας Μεθενίτη, Παναγιώτας Παπαδοπούλου, Νατάσας Παρασκευοπούλου, Γιάννη Σιαπέρα, Ελευθερίας Σταυράκη, Βικτωρίας Τράκη, Θοδωρή Χαρέμη και Μαρίας Χριστοδουλάκη.

Οι μάσκες του ονείρου μου:
ο οδηγός, ο Δάσκαλος με το μπλε αμάξι∙
ο ουλαμός των μπάτσων  – ένα φίδι
Τα πρόσωπα: εγώ εγώ, εγώ, η γυναίκα.
Αρχή, Φόβος και Δρόμος, οι δυο μου γιοί.

(απόσπασμα)

Το σπίτι, τα πατάρια, τα μπαλώματα
ανάμεσα
ρόδες που τρέχουν – ευτυχία

(απόσπασμα)

τα σωθικά μου∙ γυρίζω κουρέλι,
ρούχο που γίνεται καπνός,
με μια ριπή σε λάτεξ.
Γαντζώνομαι στην κόρη μου που λάτρεψα,
όσο αυτή εμένα
αλυσίδες σέρνω τις γραμμές του ορίζοντα.
(Δεν με αφορούν),
τις τεθλασμένες, τις διακεκομμένες∙ του αντρόγυνου.

(απόσπασμα)

Έτσι περνούν τα χρόνια μέχρι τη σύνταξη, άπαξ.
Λιώνεις σιγά σιγά, μέρα τη μέρα,
περιμένοντας τα σκουλήκια που θα σε πάνε το πρωί
και θα σε φέρουν το βράδυ.
Τουλάχιστον έχεις ελευθέρας στον υπόγειο.
Τουλάχιστον εκείνα, κάνουν καλά τη δουλειά τους.

(απόσπασμα)

σημεία πώλησης

Το βιβλίο “Αφετηρίες” στο οποίο συμμετέχει και ο Έκτωρ Ερμος μπορείτε να το βρείτε:
(click στο εικονίδιο αριστερά, σας μεταφέρει αυτόματα στη σελίδα του βιβλίου
στο αντίστοιχο ηλεκτρονικό κατάστημα ή web site)

⇒   εκδόσεις “χαραμάδα” 

 βιβλιοπωλείο “πολιτεία” 

 βιβλιοπωλείο “πρωτοπορία” 

 μικρό πολυτεχνείο 

το μετά

Είτε είναι, είτε δεν είναι, το οικείο κυκλοφορεί γυμνό, και κατακλύζει με ενοχές. Είναι ό,τι μπορεί να αγκαλιάσει να θυμίσει να μαντέψει, να δώσει φτερά ή να τα κόψει. Το οικείο είναι όλα εκείνα που αγαπιούνται και μισούνται, που αγαπά να μισεί, που μισεί σ’ εαυτόν. 

Άδειο ή όχι, από έπιπλα ανθρώπους, πάντα έχει χώρο να αγοράσει νέους, να πουλήσει τους παλιούς, να φιλοξενήσει ή να εκτρώσει. Κι εμείς, όλα τα περιεχόμενά του, τα θαμμένα μυστικά, οι αμαρτίες, είμαστε όλα δικά του. Εμείς, ως κατοικίδια, ως αδέσποτα που λυπάται.

Ο δρόμος που ενώνει το οικείο με τους ανθρώπους, σκαμμένος συχνά, έργα των συνεργείων, που οι μέρες μας βλέπουν και μας κοροϊδεύουν. Εκεί είναι μόνο παιδιά που παίζουν, πριν μεγαλώσουν. Κι ύστερα, οι δρόμοι γίνονται σπίτια, με έπιπλα και τάφους ανοιχτούς, όλα οικεία.

το οικείο:
οι άνθρωποι
κι ο δρόμος

το οικείο

Αγαπημένες μου γωνιές που στέκεστε σε εσοχές ντουβαριών μαραζώνοντας πίσω από κλειστά παράθυρα, κρυμμένες από βορά κι ανατολή, βυθισμένες στον πάτο του χάμου, με τα σπαθιά μου να χορεύουν πάνω απ’ τις ζαρωμένες μετόπες σας σκεπάζοντας τη ματιά σας με ταβάνια, μάταια προσμένω να μου πετάξετε την αλαλιά σας σα μπόρα στους βούρκους της νοτισμένης έρωτα απελπισίας μου, μάταια θέλω να προσπεράσετε την τραμπάλα των νόθων και των περιττών ισορροπώντας στην τσαλακωμένη λαμαρίνα των κυρτωμένων χρόνων και μάταια περιμένω να ουρλιάξετε δάκρυα, δαγκωματιές κι ελπίδες, αλλά εσείς δεν τολμάτε να ξεμυτίσετε απ’ τις μικρές σας παγίδες και μοιάζετε με αυταπάτη χήρου μετανάστη, οργισμένου και σάπιου, με στάχτη τσιγάρου, με απαίτηση σεντονιού να υγρανθεί τώρα στα σκέλια σας και με ξεμπρόστιασμα σκληρής ρόγας από βαθύ ντεκολτέ.

μια ιστορία δακρύων (απόσπασμα)

Τα έβαλες καταραμένε με τα θεριά τ’ ορίζοντά σου
το παστρικό που επέπλευσες· φελλός, ψυχρή ανάσα
τ’ ανείρευτο του ύπνου σου· κουβάρια της φοβίας
το εμπόλεμο της πόρτας σου· πόμολα γέρος που κρεμάς τις εμμονές με τάξη
και το πλατύ της φάτσας σου· κλάμα πέρ’ απ’ το φάρο.
Τέτοια θεριά αφελή, γυμνός τα μάχεσαι;

(απόσπασμα)

Αυτοί και οι λεπτομέρειές τους
το γεμίζουν για λίγο
πριν ο αέρας τους αποτινάξει
στο πρώτο φύσημα,
στη σκόνη
και καθαρίζει το σπίτι,
το άδειο.

(απόσπασμα)

Πάντα παλτά στην είσοδο
αφόρετα
αταίριαστα
αβοήθητα
παράταιρα παπούτσια
κόμποι κορδόνια
πόδια μόνα.

(απόσπασμα)

To ρολόι του τοίχου κλέφτηκε με τη ροδιά.
Εγώ μόνος, μένω και βασανίζω το σπίτι.
Του τρίζω πόρτες, σφίγγει τα δόντια, δεν τους μαρτυρά.
Παράλυτο στέκει, άδειο μαυσωλείο·
αυτό είναι το κουσούρι μου.

(απόσπασμα)

Ευτυχισμένο σπίτι με δύο ρόδες να τρέχουν ολημερίς από πατάρια σε μπαλώματα ρουφώντας σκόνες γειτόνων, στροβιλίζοντας πηγές κι ορμές αφύσικης ζωής, σταυροκοπιώντας τις με ιαματικούς μισθούς, μας ρούφηξε κι άφησε το μεδούλι μας στον ανοιχτό τάφο ν’ ανθίσει.

(απόσπασμα)

Το κρεββάτι με τον ουρανό
κυνηγώ (να κυνηγώ)
κι όταν γίνομαι στάχτη
κουβαράκι με όστρακα
η παραλία λιγοστεύει
η άμμος στο σαλόνι
παράθυρο το τηλέφωνο καλεί
χειροκροτήματα.

(απόσπασμα)

οι άνθρωποι

Το σπίτι μου είναι οι άνθρωποι
χωρίς αυτούς το ξύλινο πάτωμα, μια Σαχάρα
χωρίς αυτούς ο κάθε τοίχος, το κάθε κάδρο, ένα σκαμμένο λατομείο ονείρων
χωρίς αυτούς τα κυριακάτικα μεσημεριανά γεύματα
στάλες καμπουριασμένων δακρύων.

νομάς (απόσπασμα)

Κι εκεί σκυμμένοι, λαχανιασμένοι, αιώνιοι αντίπαλοι,
ανάμεσα στα δαγκωμένα χείλη μας,
σαλιώνουμε στη γλώσσα τη μία μόνη προστακτική που μας ταιριάζει:
«ΠΟΝΑ!»

(απόσπασμα)

Κοιμήσου άηχα
νανούρισμα κι αν σβήσεις
το δάκρυ άσε με να πιω
αυτό που μόνο γυναίκα το μπορεί
το θάνατο μέσα μου
να ζω.

(απόσπασμα)

Τρεις γυναίκες σ’ ένα δωμάτιο πνίγουν
το μαύρο παιδί
το στρογγυλό
με τους τόνους
στο τέρας το έριξα.
Γυναίκες που ζουν
και προσμένουν
σαν άντρες.

(απόσπασμα)

Τις μάνες μας
ας τις κρεμάσουμε
με δυο καρφιά
πάνω απ’ τον καναπέ
απέναντι απ’ την τηλεόραση.
Να βλέπουν αφ’ υψηλού
τα δελτία ειδήσεων
και την πλάτη μας.

(απόσπασμα)

Η απουσία
κηλίδα άκαπνη.
το φιντάνι στοιχειωμένο
σαν φαγοκύτταρο.
Αν-,

(απόσπασμα)

Ξεκινάς, καρδιά
στο αδιέξοδο με το πλατύσκαλο
νωπή φθαρτή εσύ
περιμένεις
γεμάτη καμπύλες ουλές όπως αυτό
φεύγεις γυρνάς κτυπάς
μαρμάρινη ψυχή περιμένεις
τ’ αγόρι κάτω από τον ήλιο το μεσημέρι
του κοριτσιού η ποδιά ανατέλλει στάζει

(απόσπασμα)

ο δρόμος

(Τα μεσάνυχτα, σε σκοτεινό σημείο του δρόμου, η γάτα αιμόφυρτη κείτεται στο οδόστρωμα. Την αποφεύγουν διαδοχικά, μια κόκκινη μοτοσυκλέτα, ένα άδειο ταξί, ένα μικρό φορτηγό, μέχρι που ένα αυτοκίνητο της συνθλίβει το κεφάλι. Ένας νεαρός άνδρας που όλη αυτή την ώρα, προσπαθεί να βρει τρόπο να την απομακρύνει, βγάζει μια κραυγή καλύπτοντας τον επιθανάτιο ρόγχο του ζώου και μουτζώνει τον οδηγό του αυτοκινήτου. Τόσο ο νεαρός, όσο και ο οδηγός του αυτοκινήτου αντιδρούν, από την πλευρά τους, ως κανονικοί άνθρωποι. Σβήνω το τσιγάρο στην αυλαία της ηλιόλουστης ημέρας).

διαδρομή (πρόλογος)

Υπάλληλος πολυεθνικών ορέξεων
πανεπιστημιακά παραμορφωμένος
παχύσαρκα αμειβόμενος
προσκολλημένος σαν ένσημο…
επιζητεί:
Ανέγερση αυθαίρετων διαμπερών απαντήσεων

(απόσπασμα)

Ουρλιάξτε, δεν είναι μάταιο.
Βγείτε στους δρόμους
τσακίστε τους όλους.
Δεν είναι μάταιο.

Ουρλιάξτε άνθρωποι
ουρλιάξτε στα πέρατα της πλάσης
ουρλιάξτε έως το τέλος του χρόνου
αν δεν είναι μάταιο.

(απόσπασμα)

Κάθε βράδυ,
δίπλα στους χτύπους της καρδιάς,
όλα τα χθες χοροστατούν.
Ανάμεσα στους παλμούς,
οι έρωτες

(απόσπασμα)

Αγάπη λουσμένη μελάνι και στάχτη,
αμπάρες χρόνων∙ ρυτίδες,
ιδέες φυλλοβόλες∙ χέρια,
πλακόστρωτα ρείθρα∙ στήθη.

Λύσε μου τα κορδόνια,
να πέσω κάτω απ’ τα τείχη,
με τις πολεμίστρες γλώσσες βαθιές στο λαρύγγι.
Πνίξε με!

(απόσπασμα)

Περιβάλλων τη θάλασσα, ο Αόριστος.
Κήπος γεμάτος σκύλους κι ορίζοντα.
Όχι πιστοί∙
μόνο δραπέτες.

Πακτώνω χαλκάδες στο plateau.
Οι στεριές, ξέρες,
με δύο εσπέρους
στο μοιραίο μπετό κολλημένοι

(απόσπασμα)

Νόμισες
θα έκλαιγα για σένα αγάπη μου
τον έρωτα
με δάκρυα θα έντυνα πίστεψες
ότι τσιγάρο στο τσιγάρο
φιλί θα σ΄ άναβα
μην τύχει ανάσα σου χαθώ.
Μια απ’ όλες.

Κοιμήσου
κλείσε τα μάτια
δεν έχει όνειρα απόψε
για σε ο κόσμος σκοτείνιασε
υπάρχουν τρόποι να πεθαίνεις.

(απόσπασμα)

για να επικοινωνήσετε με τον ποιητή

contact@ektorermos.eu